- προσηλώνομαι
- προσηλώνομαι, προσηλώθηκα, προσηλωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
απερείδω — ἀπερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, προσηλώνω 2. προσηλώνομαι 3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι 4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας) β) κατευθύνω (οργήν είς τινα) γ) επιρρίπτω την… … Dictionary of Greek
αφορώ — (AM ἀφορῶ, άω, Α και ἀπορέω, ιων. τ.) μσν. νεοελλ. αναφέρομαι σε κάποιον, έχω σχέση με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. αποβλέπω, αποσκοπώ 2. βλέπω προσεκτικά 3. αγναντεύω 4. συγκρίνω 5. υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ορώ ( άω) Το ρ. αφορώ απαντά… … Dictionary of Greek
εμπήγω — και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω) μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να παγώσει 2. μέσ. ἐμπήγνυμαι προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον 3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη … Dictionary of Greek
επιπήγνυμι — ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) [πήγνυμι] τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.) 2. (αμτβ.) πήζω 3. παθ. ἐπιπήγνυμαι προσηλώνομαι, στερεώνομαι … Dictionary of Greek
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
μεινίσκω — και μεινέσκω και μενέσκω και μνέσκω και μνίσκω 1. παύω, σταματώ 2. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι 3. παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση 4. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, γίνομαι 5. παραμένω στην ίδια θέση, μένω ακίνητος 6. χρονοτριβώ 7. διατηρούμαι,… … Dictionary of Greek
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
προσκολλώ — άω, ΝΑ 1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω 2. παθ. προσκολλώμαι, άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.) νεοελλ. 1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια… … Dictionary of Greek